- ηγεμόνας
- ο1. πολιτικός ή στρατιωτικός ηγέτης.2. μονάρχης.3. διοικητής μιας αυτόνομης περιοχής: Οι ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας ήταν Έλληνες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ηγεμόνας — ο, θηλ. ηγεμονίδα (AM ἡγεμών, θηλ. ἡγεμονίς και ποιητ. τ. ἡγεμονηΐς, Α δωρ. τ. ἁγεμών, αιολ. τ. ἀγίμων, θηλ. και ἡγεμών και ἡγεμόνισσα και ἡγεμόνη, δωρ. ἁγεμόνη) [ηγούμαι] 1. αυτός που ηγείται, ο ηγέτης, ο επικεφαλής 2. άρχων μιας χώρας, μονάρχης … Dictionary of Greek
Ἡγεμόνας — Ἡγεμόνᾱς , Ἡγεμόνη fem acc pl Ἡγεμόνᾱς , Ἡγεμόνη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγεμόνας — ἡγεμών one who leads masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τωτίλας — Ηγεμόνας των Γότθων της Ιταλίας (543 553). Ήταν ανιψιός του ηγεμόνα Ιλδιβάδου, τον οποίο διαδέχθηκε ο Εράριχος (542). Μετά τη δολοφονία του τελευταίου, ανακηρύχθηκε ηγεμόνας ο T., ο οποίος συγκέντρωσε αμέσως αξιόμαχο στρατό με τον οποίο υποχρέωσε … Dictionary of Greek
σουλτάνος — Ηγεμόνας, βασιλιάς. Ο όρος προέρχεται από την αραβική λέξη σάλτατ (= κυριαρχία, εξουσία). Σ. ονομάστηκαν διάφοροι Άραβες μονάρχες, ο όρος όμως σημαίνει κυρίως το μονάρχη των Τούρκων. Ο Μωάμεθ ο A’ είχε τον τίτλο «ρουμ σουλτάν» (= Ρωμαίος σ.,… … Dictionary of Greek
Πιοτρ, Ράρες — Ηγεμόνας του μολδαβικού πριγκιπάτου (1527 38 και 1541 46). Ήταν γιος του Στεφάνου του Μεγάλου. Ακολούθησε την πολιτική του πατέρα του, που αποσκοπούσε στη στερέωση της κεντρικής εξουσίας. Στηριγμένος στους μικρούς βογιάρους περιόρισε την επιρροή… … Dictionary of Greek
Τουτίλας ή Βαδουίλας — Ηγεμόνας των Γότθων της Ιταλίας (543 553). Ήταν ανιψιός του ηγεμόνα Ιλδιβάδου, τον οποίο, όταν δολοφονήθηκε, διαδέχτηκε ο Εράριχος. Όταν μετά από μερικούς μήνες δολοφονήθηκε και αυτός έγινε ηγεμόνας ο Τ. Αμέσως συγκέντρωσε τις δυνάμεις του και… … Dictionary of Greek
Ιαροσλάβος — Ηγεμόνας του Κιέβου. Βλ. λ. Γιαροσλάβ ο Σοφός … Dictionary of Greek
Οψίτης — Ηγεμόνας των Αβασγών, που κατοικούσαν στον Καύκασο. Συμμάχησε με τους Πέρσες εναντίον του Ιουστινιανού. Ο Ιουστινιανός έστειλε εναντίον του, το 560, στρατό με τους στρατηγούς Βέσσα και Ιωάννη Γούζη. Ο τελευταίος επιτέθηκε εναντίον του Ο. στο… … Dictionary of Greek
Ράδου, Μιχέα — Ηγεμόνας της Βλαχίας, που βασίλεψε δυο φορές (πρώτη: 1610 1616, δεύτερη: 1619 1623). Ανήκε σε οικογένεια ευγενών και κατέλαβε τον θρόνο, αφού νίκησε τον Μπατόρ Γάμπορ, επικεφαλής Τούρκων και ντόπιων στρατιωτικών. Στα χρόνια της ηγεμονίας του… … Dictionary of Greek